- χεροδύναμος
- -η, -οο πολύ δυνατός στα χέρια: Μην τα βάζεις με τον Παύλο, γιατί είναι χεροδύναμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χεροδύναμος — η, ο, Ν βλ. χειροδύναμος … Dictionary of Greek
βριαρόχειρ — βριαρόχειρ, ο, η (AM) χεροδύναμος … Dictionary of Greek
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek
θρασύχειρ — θρασύχειρ, ος, ὁ, ἡ (Α) 1. δυνατός στα χέρια, χεροδύναμος 2. (για πυγμαχία) βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρ (< χειρ), πρβλ. αυτό χειρ, μονό χειρ] … Dictionary of Greek
χειροδύναμος — και χεροδύναμος, η, ο, Ν αυτός που έχει δυνατά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. παντο δύναμος] … Dictionary of Greek
Καρκαβίτσας, Ανδρέας — (Λεχαινά Ηλείας 1866 – Μαρούσι Αττικής 1922). Συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε μέρος στο κίνημα του 1909, ενώ υπήρξε και ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) ακολούθησε τον στρατό ως… … Dictionary of Greek